- σταυροθολοκτισμένος
- η , ο , σταυρόθολος, ος , ον имеющий крестовый свод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυροθολοκτισμένος — η, ο / σταυροθολοκτισμένος, η, ον, ΝΜ αυτός που είναι κτισμένος με σταυροθόλια που έχει σταυροθόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + θόλος + κτίζω] … Dictionary of Greek